εύπλαστος

εύπλαστος
-η, -ο
αυτός που πλάθεται, που διαμορφώνεται εύκολα: Η παιδική ψυχή είναι εύπλαστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὔπλαστος — easy to mould masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύπλαστος — η, ο (Α εὔπλαστος, ον) 1. (για κερί ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος 2. (για ανθρώπους) καλλίσωμος, καλοφτιαγμένος, συμμετρικός 3. (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει ευστροφία στην έκφραση 1. (με ενεργ.… …   Dictionary of Greek

  • εὐπλαστότερον — εὔπλαστος easy to mould adverbial comp εὔπλαστος easy to mould masc acc comp sg εὔπλαστος easy to mould neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπλαστότατον — εὔπλαστος easy to mould masc acc superl sg εὔπλαστος easy to mould neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπλάστως — εὔπλαστος easy to mould adverbial εὔπλαστος easy to mould masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπλαστον — εὔπλαστος easy to mould masc/fem acc sg εὔπλαστος easy to mould neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπλαστότερα — εὔπλαστος easy to mould neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπλαστότερος — εὔπλαστος easy to mould masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπλάστου — εὔπλαστος easy to mould masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπλάστους — εὔπλαστος easy to mould masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”